- ἐπικαῶ
- ἐπικαίωlight upaor subj pass 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικαίω — ἐπικαίω και αττ. τ. ἐπικάω (Α) 1. ανάβω σ’ έναν τόπο, καίω σε βωμό 2. καίω κάτι στην επιφάνειά του, καψαλίζω, τσουρουφλίζω 3. καίω την κορυφή 4. καυτηριάζω 5. στιγματίζω, κάνω στίγμα με φωτιά («ἐπικαίω ἵππον») … Dictionary of Greek